- συντρίμμια
- débris
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
σύντριμμα — το, ατος και συντρίμμι, το 1. θραύσμα, κομμάτι: Έπεσε το πιάτο από τα χέρια του κι έγινε συντρίμμια. 2. ερείπιο: Συντρίμμια του αρχαίου ναού. 3. ψυχικό ερείπιο: Με έκανες συντρίμματα. – Έγινε συντρίμμι από τη συμφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Воскопулос, Толис — Толис Воскопулос Имя при рождении греч. Τόλης Βοσκόπουλος Дата рождения 26 июня 1940(1940 06 26) … Википедия
Фотара, Дукисса — Дукисса Фотара Дата рождения 8 февраля 1941(1941 02 08) Место рождения Пирей Дата смерти 30 сентября … Википедия
έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
γκρέμισμα — και γκρέμνισμα, το 1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό 2. κατεδάφιση 3. ανατροπή, κατάλυση 4. πληθ. τα γκρεμίσματα ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια … Dictionary of Greek
κατασυντρίβω — (Μ κατασυντρίβω) 1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα 2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύω β) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη … Dictionary of Greek
καταχάλασμα — το [καταχαλώ] 1. (για κτήριο) γκρέμισμα, κατακρήμνιση, κατεδάφιση 2. ολοκληρωτική καταστροφή ενός πράγματος 3. στον πληθ. τα καταχαλάσματα τα ερείπια, τα συντρίμμια, τα απομεινάρια («μέσ από τα καταχαλάσματα τού αρχαίου ελληνορρωμαϊκού κόσμου… … Dictionary of Greek
κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… … Dictionary of Greek
προσράσσω — Α χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥάσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek